εύγηρυς αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη φωνή· που ηχεί ευχάριστα· μελωδικός. Αριστοφ. (Βάτραχοι 213): "εύγηρυν εμάν αοιδάν" (το γλυκό [μελωδικό] μου τραγούδι).
, αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη φωνή· που ηχεί ευχάριστα· μελωδικός. Αριστοφ. (Βάτραχοι 213): "εύγηρυν εμάν αοιδάν" (το γλυκό [μελωδικό] μου τραγούδι).
|
|