ευεπής μελωδικός, ευφωνικός, ευχάριστος στον τόνο. Ξενοφ. (Κυνηγετικός XΙΙΙ, 16): "φωνήν δε οι μεν ευεπή ιάσιν, οι δ' αισχράν" (μερικοί βγάζουν μελωδική [ευχάριστη] φωνή, ενώ άλλοι κακή [δυσάρεστη]).
, μελωδικός, ευφωνικός, ευχάριστος στον τόνο. Ξενοφ. (Κυνηγετικός XΙΙΙ, 16): "φωνήν δε οι μεν ευεπή ιάσιν, οι δ' αισχράν" (μερικοί βγάζουν μελωδική [ευχάριστη] φωνή, ενώ άλλοι κακή [δυσάρεστη]).
|
|