ευηχής αυτός που ηχεί καλά, ωραία (ή ευχάριστα)· που δίνει ένα μελωδικό ή ευχάριστο ήχο· ευφωνικός.
Πλούτ. (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων 437D): "ώσπερ όργανον εξηρτυμένον και ευηχές" (όπως ένα όργανο καλά προετοιμασμένο και ευφωνικό). Επίσης, εύηχος και ευήχητος.
, αυτός που ηχεί καλά, ωραία (ή ευχάριστα)· που δίνει ένα μελωδικό ή ευχάριστο ήχο· ευφωνικός. Πλούτ. (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων 437D): "ώσπερ όργανον εξηρτυμένον και ευηχές" (όπως ένα όργανο καλά προετοιμασμένο και ευφωνικό). Επίσης, εύηχος και ευήχητος.
|
|