Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

ευηχής

αυτός που ηχεί καλά, ωραία (ή ευχάριστα)· που δίνει ένα μελωδικό ή ευχάριστο ήχο· ευφωνικός. Πλούτ. (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων 437D): "ώσπερ όργανον εξηρτυμένον και ευηχές" (όπως ένα όργανο καλά προετοιμασμένο και ευφωνικό). Επίσης, εύηχος και ευήχητος.

, αυτός που ηχεί καλά, ωραία (ή ευχάριστα)· που δίνει ένα μελωδικό ή ευχάριστο ήχο· ευφωνικός.
Πλούτ. (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων 437D): "ώσπερ όργανον εξηρτυμένον και ευηχές" (όπως ένα όργανο καλά προετοιμασμένο και ευφωνικό). Επίσης, εύηχος και ευήχητος.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: