ευμελής που έχει μιαν ευχάριστη ή ωραία μελωδική γραμμή. Αριστοτ. (Πολιτ. Η', 7, 2, 1341Β): "πότερον προαιρετέον μάλλον την ευμελή μουσικήν ή την εύρυθμον" (ποιό από τα δύο είναι προτιμότερο [να διαλέξει κανείς], τη μελωδική μουσική ή την εύρυθμη).
ευμελώς· μελωδικά, εύφωνικά, με χάρη.
ευμέλεια· ευφωνία, μελωδικότητα.
, που έχει μιαν ευχάριστη ή ωραία μελωδική γραμμή. Αριστοτ. (Πολιτ. Η', 7, 2, 1341Β): "πότερον προαιρετέον μάλλον την ευμελή μουσικήν ή την εύρυθμον" (ποιό από τα δύο είναι προτιμότερο [να διαλέξει κανείς], τη μελωδική μουσική ή την εύρυθμη). ευμελώς· μελωδικά, εύφωνικά, με χάρη. ευμέλεια· ευφωνία, μελωδικότητα.
|
|