ερασιτέχνης (Ερως-τέχνη) ο εραστής της τέχνης, ο φιλότεχνος. Κατ' επέκταση, εκείνος που αρέσκεται να ασχολείται με κάποια επιστήμη ή τέχνη ως πάρεργο, εκείνος που δεν κάνει κάτι συστηματικά. `Ετσι ο όρος έχει αποκτήσει και καλή και κακή έννοια. Η καλή είναι, ότι ο ερασιτέχνης έχει μέσα του "μεράκι"(άρα ό,τι κάνει το κάνει καλά). Η κακή είναι, ότι ο ερασιτέχνης είναι αδαής (άρα ό,τι κάνει το κάνει χάλια, μη διαθέτοντας τα προσόντα ή τα εφόδια). Με αυτή την υποτιμητική έννοια μεταχειριζόμαστε και τον συνώνυμο διεθνή όρο «ντιλετάντης». Παράγωγα:ερασιτεχνισμός, ερασιτεχνία, ερασιτεχνικό, ερασιτέχνημα. ,
|
|