εύμολπος εκείνος που τραγουδά μελωδικά. Μελωδικός, μελωδικά τραγουδημένος. Εύμολπος $ωδή*· μελωδικό τραγούδι.
ευμολπία· μελωδικότητα, ευφωνία.
ευμολπώ· τραγουδώ μελωδικά. , εκείνος που τραγουδά μελωδικά. Μελωδικός, μελωδικά τραγουδημένος. Εύμολπος ωδή· μελωδικό τραγούδι. ευμολπία· μελωδικότητα, ευφωνία. ευμολπώ· τραγουδώ μελωδικά.
|
|