Eσπερίδες Μετεπαναστατικής Ελλάδος Η Αίγινα υπήρξε η πρώτη πόλη του αρχισύστατου ελλ. κράτους όπου εμφανίστηκε απαρχή κοσμικής κίνησης. Πρώτος ο Φίνλεϊ, θέλοντας να γνωριστεί με τη νεα κοινωνία της, προσκάλεσε πολλά μέλη της σε δεξίωση στην έπαυλή του "Red Castle", τις απόκριες του 1826. `Ομως η ικανή απόσταση της έπαυλης από την πόλη, η κακή κατάσταση του δρόμου, η καταιγίδα που ξέσπασε κατά την προσέλευση των προσκεκλημένων, ο αφηνιασμός των υποζυγίων τους και οι εκφράσεις αγανάκτησης αυτών που έγιναν "μούσκεμα"άφησαν για πολλά χρόνια την εύθυμη μνήμη τους. ?λλη συναναστροφή δόθηκε από τον τότε γραμματέα των Εξωτερικών Σπ. Τρικούπη στο καινούργιο σπίτι του –εκεί που αργότερα συνέγραψε την "Ιστορίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως"–την 6.5.1829, κατά την Επέτειο Απελευθέρωσης του Μεσολογγίου. Παρέστησαν ο κυβερνήτης και οι γραμματείς (υπουργοί) του Κράτους, οι αξιωματικοί των ξένων πολεμικών πλοίων και οι παρεπίδημοι ξένοι. Οι γυναίκες κάθονταν κατά την τουρκική εθιμοτυπία στον σοφά του "μουσαφίρ οντά", με φέσια, μπόλιες και φακιόλια. Στις δύο πλευρές της μεγάλης εκείνης σάλας κάθονταν οι άνδρες σε μαλτέζικες καρέκλες. Η κυρία Αικατερίνη Σπ. Τρικούπη, αδελφή του Αλ. Μαυροκορδάτου, "αριστοκράτις με δημοκρατικάς αρχάς"(!), υποδεχόταν τους καλεσμένους της, "καταθέλγουσα με το κάλλος της, την αξιοπρέπειαν του ήθους της και των τρόπων της την ευγένειαν". Είχε όμως και την κωμική της πλευρά αυτή η συγκέντρωση. Όπως περιγράφει ο Ν. Δραγούμης:"Η ορχήστρα απετελείτο εξ ενός μόνον βιολίου, του οποίου μία χορδή εθραύσθη ευθύς εξ αρχής μετά πατάγου. Και το ατύχημα ήτο ανεπανόρθωτον` ουδεμία χορδή προς αναπλήρωσιν της αποκοπείσης ευρίσκετο καθ' όλην την Αίγιναν. Τον ατυχήσαντα βιολιστήν διεδέχθη ο Σπυρ. Σκούφος, ο οποίος ήρχισεν άδων με συνοδείαν κιθάρας το αγοραίον "Η ώρα ήλθεν, έχε υγείαν". Αλλ' επειδή και το άσμα ήτο άμουσον και η φωνή άχαρις και ο ήχος βαρύς, περιήλθεν η κιθάρα εις τον Κων/νον Κοκκινάκην, ανακουφίσαντα δια της ωραίας φωνής του την στεναχωρίαν των οικοδεσποτών"(συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι ο "ατυχήσας βιολιστής"ήταν ο Νικόλαος Θ. Φλογαΐτης). Η επόμενη χοροεσπερίδα ήταν πολυτελέστερη της υπουργικής, γιατί δόθηκε σε μεγαλύτερες αίθουσες, με βαρύτιμη επίπλωση αντί δε του μοναδικού βιολιού, έπαιξε η μπάντα του αγγλικού δίκροτου "Γουώρσπαϊτ". Αλλά και η περίσταση οργάνωσής της ήταν διαφορετική. Ο "στρατάρχης της Γαλλίας"Μαιζών είχε τελειώσει το έργο του στην Ελλάδα και ήρθε στην Αίγινα να αποχαιρετήσει τον Κυβερνήτη. Όμως εκείνος, μη διαθέτοντας τον τρόπο να φιλοξενήσει όπως άρμοζε το στρατάρχη της απελευθερωτικής στρατιάς, παρακάλεσε σχετικά τον Αλ. Κοντόσταυλο, που επωμίστηκε φιλότιμα τη δαπάνη για την έκφραση της κοινής ευγνωμοσύνης προς τη Γαλλία. Ο πρώτος αυτός "επίσημος"χορός δόθηκε το 1829 στο μέγαρο Κοντοσταύλου και μάλιστα με έντυπες πολυτελείς προσκλήσεις... Λίγο αργότερα, στην Αθήνα του `Οθωνα, η πρώτη εσπερίδα που αναφέρεται, δόθηκε το 1834 στο σπίτι του Γάλλου Ζουβέ. Εκεί η "γαλλοθεμμένη"δ/νις Αργυροπούλου (εγγονή του "αυθέντου"Καρατζά) τραγούδησε τη λεμβωδία του Μεναίτρ "Ας φύγωμεν μαζί"(Θ. Συναδινός). Κατά τα άλλα, η "κοσμική ζωή"εξελισσόταν πολύ πληκτικά` ώσπου λίγο αργότερα η βασίλισσα Αμαλία αποφάσισε κάποια μέρα να μη συμμεριστεί τη "χωριάτικη"ζωή του συζύγου της και να οργανώσει τον πρώτο βασιλικό χορό. Ας δούμε πώς περιγράφει το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός ο Γιάννης Καιροφύλας ("Η Αθήνα και οι Αθηναίοι, 1834-1934", σ. 20):"Οι Αθηναίοι συγκινήθηκαν απ' την αναγγελία κι' ακόμα περισσότερο άρχισε να τους τρώει η περιέργεια, γιατί περίμεναν να δουν και ν' ακούσουν ποιούς είχε σκοπό να καλέσει στο παλάτι του ο βασιλιάς. Το ζήτημα ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν ακόμη κανόνες εθιμοτυπίας και γεννήθηκε πρόβλημα για το ποιοί θα κληθούν στο χορό. Ο `Οθωνας, που ήταν λεπτολόγος, διέταξε τους αρμόδιους της Αυλής του να μη λησμονήσουν κανένα απ' αυτούς, που έπρεπε δικαιωματικά να παρευρεθούν. Μέρες ολόκληρες παιδεύονταν εκείνοι, που είχαν ορισθεί για να γράψουν τις προσκλήσεις. Καλέστηκαν βέβαια όλοι οι πρωτεργάτες της Επαναστάσεως, όλοι οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι και διάφοροι επίσημοι ξένοι που βρίσκονταν στην Αθήνα. Οι `Ελληνες και οι Ελληνίδες, εκτός από λίγους που είχαν τότε μόλις έρθει απ' το εξωτερικό, δεν ήξεραν ευρωπαϊκούς χορούς. Το Αυλαρχείο λοιπόν για να λύσει το ζήτημα αυτό έστειλε ένα έγγραφο στους προϊσταμένους των διαφόρων κρατικών υπηρεσιών, ζητώντας τους να δηλώσουν ποιοί απ' τους υπαλλήλους είναι οι καλύτεροι χορευτές. Κατά λάθος όμως η πρόσκληση αυτή στάλθηκε απ' τον "Ευταξία του Παλατιού"και στον Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου... Οι αντιπολιτευόμενοι τον `Οθωνα βρήκαν ευκαιρία και μ' επικεφαλής την εφημερίδα "Ελπίς", που έβγαζε ο Δημήτριος Λεβίδης, προκάλεσαν κωμικό επεισόδιο. Παρ' όλα αυτά, το παλάτι συνέχισε τις προετοιμασίες για το χορό. Κλαδιά πεύκων και ελάτων, ανακατεμένα με αρχαία αγάλματα, ήταν ο κυριότερος διάκοσμος των δύο μικρών σαλονιών, όπου στριμώχνονταν οι προσκαλεσμένοι, ενώ ολόκληρη η πλατεία Κλαυθμώνος (εκεί βρίσκονταν τα πρώτα Ανάκτορα) από το απόγευμα ήταν γεμάτη από πλήθη Αθηναίων, που ήθελαν να δουν το πρωτοφανές θέαμα. Στη μικρή αυλή του παλατιού είχε πάρει τη θέση της η μουσική του Βαυαρού μαέστρου Πρίντσεν. Τα ρούχα των ανδρών, που είχαν προσκληθεί, αποτελούσαν σωστό μωσαϊκό και ακόμα περισσότερο τα φορέματα των γυναικών. Οι Φαναριώτισσες και μερικές Αθηναίες, λιγοστές βέβαια, φορούσαν ευρωπαϊκά φορέματα, φερμένα τα περισσότερα απ' το Παρίσι. Οι πιο πολλές όμως φορούσαν τις τοπικές εθνικές ενδυμασίες τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άντρες. Λίγοι απ' αυτούς φορούσαν φράκο. Οι πιο πολλοί φορούσαν φουστανέλλα ή βράκα. Στις δέκα ακριβώς άνοιξε η πόρτα του σαλονιού και μπήκε ο `Οθωνας με την Αμαλία. Μπροστά τους βάδιζαν υπηρέτες με αναμμένα δαδιά στο χέρι. Πίσω απ' τους βασιλείς ερχόντουσαν οι ακόλουθοι. Ο `Οθωνας και η Αμαλία ήταν ντυμένοι με ελληνικές ενδυμασίες, τις οποίες είχε ράψει ο περίφημος ράφτης των Ανακτόρων, Ταρσούλης. `Επειτα απ' τις τυπικές παρουσιάσεις των επισήμων άρχισε ο χορός. Ο `Οθωνας χόρεψε με την κυρία Μουρούζη, η δε Αμαλία με τον πρίγκιπα Μιχαήλ Σούτσο. Στους ευρωπαϊκούς χορούς (βαλς, μαζούρκα και πολωνέζα), χόρευαν μόνον εκείνοι, που τους γνώριζαν. Ο χορός κράτησε τέσσερις ολόκληρες ώρες. Οι βασιλείς αποσύρθηκαν στη μία μετά τα μεσάνυχτα και οι καλεσμένοι έμειναν ακόμα μία ώρα περίπου. Στο χορό διακρίθηκαν οι δυο ποιητές αδελφοί Σούτσοι, οι δυο Υψηλάντες, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, ο Ζακυνθινός Ρώμας, ο Νοταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Αργυρόπουλος και οι Αθηναίοι πρόκριτοι Μπενιζέλος και Πετράκης. Απ' τις κυρίες διακρίθηκαν αρκετές Ελληνίδες και ξένες. Τα έξοδα του πρώτου βασιλικού χορού ανέβηκαν στο μυθώδες για την εποχή εκείνη ποσόν των επτά χιλιάδων δρχ. Τον δεύτερο χορό έδωσε ο κόμης ?ρμανσμπεργκ, που είχε ανακληθεί απ' τον πατέρα του Όθωνα, γιατί ο νεαρός βασιλιάς ερωτοτροπούσε με την κόρη του κόμη. Θέλησε λοιπόν ν' αποχαιρετήσει τους Αθηναίους, γι' αυτό κι έδωσε ένα χορό, που πραγματικά άφησε κι' αυτός εποχή. Τον τρίτο κατά σειρά χορό έδωσε ο πρεσβευτής της Αγγλίας και μ' αυτόν έκλεισαν οι χοροεσπερίδες του πρώτου χρόνου της Αθήνας σαν πρωτεύουσας". ?λλη περιγραφή συγκεκριμένης Εσπερίδας της εποχής (1837) μας έδωσε ο Κόχραν:"Τις επόμενες μέρες ο Βαυαρός υπουργός, βαρώνος Ντε Κόμπαλ, έδωσε χοροεσπερίδα στην κατοικία του προς τιμήν του μονάρχη του. Οι δύο βασιλείς (της Βαυαρίας και της Ελλάδας) ήταν ντυμένοι με πολιτικά. Μετά το βαλς. ο Βασιλιάς της Βαυαρίας συζήτησε με τον πιο οικείο τρόπο με τους `Ελληνες οπλαρχηγούς που ήταν παρόντες και οι οποίοι έδειχναν πολύ ευχαριστημένοι με την εγκαρδιότητά του. Η σκηνή εμπλουτίστηκε με έναν ευχάριστο και χαρακτηριστικό τρόπο από μερικούς από τους παλιούς πολεμιστές που προσφέρθηκαν να χορέψουν την Ρωμέικα όπως χορεύεται σ' αυτή τη χώρα, αφού η Μεγαλειότης του εξέφρασε με την ευκαιρία την επιθυμία να δει τον περίφημο αυτό χορό. Οκτώ από αυτούς σχημάτισαν έναν μεγάλο κύκλο, ανοιχτό σε ένα μόνο σημείο. Ο Μακρυγιάννης έσυρε το χορό για δέκα περίπου λεπτά. Ήταν ένας ψηλός αδύνατος άντρας, δραστήριος σαν νέος δεκάξι ετών. Ο χορός αυτός είναι αρκετά γνωστός στην Αθήνα και στην επαρχία και μπορεί κανείς να τον δει σε κάθε γιορτή στις ταβέρνες και τα πλατώματα των χωριών, αλλά η μεγάλη πρωτοτυπία και το ενδιαφέρον της περίστασης αυτής ήταν ότι τον βλέπαμε εκτελούμενο από άνδρες που θα δοξάζονται για πάντα στην σύγχρονη ιστορία της χώρας τους, και που επί πλέον ήταν ντυμένοι με τέτοιο γραφικό μεγαλείο που δεν μπορούν να ξεπεράσουν, αν όχι να φτάσουν, ούτε οι πιο εξεζητημένες σύγχρονες θεατρικές παραστάσεις μας". Όμως προηγουμένως, τον Δεκέμβριο του 1834, έχουμε στα «Απομνημονεύματα» του Βαυαρού αξιωματικού Χριστόφορου Νέεζερ (του «Απελευθερωτή της Ακρόπολης» και πρώτου Χριστιανού φρουράρχου της) την περιγραφή μιας εσπερίδας που έδωσε στη Βόνιτσα ο φρουραρχός της. Η περιγραφή αυτή είναι μοναδική, γιατί μας πληροφορεί (κάτι που φυσικά πιστοποιείται και από τις 6 γενιές των Χαλκιάδων) την τόσο πρώιμη εμφάνιση του λαϊκού κλαρίνου στην Ελλάδα(!). Ο Νέεζερ αμέσως αναγνωρίζει το όργανο, γιατί προφανώς το έχει δει στις Μπάντες και τις Ορχήστρες της πατρίδας του:«Ο έπαρχος έδωσε χορόν, εις τον οποίον προσεκάλεσε και ημάς τους αξιωματικούς. Η οικία του επάρχου ήτο ευρύχωρος μεν, αλλά χαμηλή. `Εγινε όμως μικροτάτη με το μεγάλο πλήθος που συνεκεντρώθη......Τρεις άνδρες ήσαν οι μουσικοί, ο είς είχε βάρβιτον, ο άλλος κιθάραν και ο τρίτος κλαρίνον. Εχόρευσαν δε χορούς της Ελλάδος, της Σμύρνης και άλλους κλέφτικους». Τέλος, την περιγραφή ενός βασιλικού χορού της Εποχής μας έδωσε και ο Γάλλος περιηγητής Μπυσσόν. Αξίζει να παραθέσουμε και αυτήν, γιατί προσφέρει χαρακτηριστικά στοιχεία εθιμοτυπίας...:"Οι καλεσμένοι συνήθως μαζεύονταν στις 9.30 μ.μ. Οι βασιλείς μπαίνουν στη σάλα κι' αρχίζουν να κουβεντιάζουν με διάφορα πρόσωπα, συνήθως με τους διπλωμάτες. Η συζήτηση διαρκεί μισή ώρα περίπου. `Υστερα δίδεται η διαταγή να παίξει η μουσική μια πολωνέζα κι' η βασίλισσα αρχίζει το χορό. Συνήθως χορεύει με κάποιο διπλωμάτη. Όσο χορεύει η βασίλισσα, οι κυρίες που δεν χορεύουν μπορεί να μένουν καθιστές. `Οταν όμως η βασίλισσα πάψει να χορεύει, τότε πρέπει οι κυρίες να στέκουν όρθιες όσο περιφέρεται και κουβεντιάζει με διάφορες καλεσμένες. Όταν η βασίλισσα καθήσει, τότε μπορούν να καθήσουν και οι κυρίες. Οι βασιλείς έμεναν στη διάρκεια όλου του χορού, γιατί η βασίλισσα αγαπούσε να χορεύει. Στις τρεις ή τέσσερις τα ξημερώματα ο χορός σταματούσε και το επίσημο γλέντι διαλυόταν. Όλοι οι καλεσμένοι σύμφωνα με τους τύπους της εθιμοτυπίας, έπρεπε να μείνουν έως το τέλος, γιατί δεν επιτρεπόταν να φύγουν νωρίτερα. Η ίδια εθιμοτυπία ίσχυε κι' όταν οι βασιλείς πήγαιναν στους χορούς που έδιναν οι ξένοι διπλωμάτες, πράγμα που συχνά συνέβαινε, αλλά τότε στο σουπέ ετηρείτο μια παράξενη εθιμοτυπία. Οι βασιλείς σερβίρονταν ξεχωριστά σ' ένα δωμάτιο, ενώ οι λοιποί καλεσμένοι έτρωγαν σε άλλο. Στο βασιλικό σουπέ επιτρεπόταν να παρευρίσκονται ο πρεσβευτής με τη γυναίκα του για να κρατούν συντροφιά στους βασιλείς, αλλ' όχι και να φάνε μαζί τους". ,
|
|