Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

εύμουσος

μουσικός (επίθ.)· έμπειρος στις τέχνες, ιδιαίτερα στην ποίηση και τη μουσική. ευμουσία· δεξιότητα στη μουσική· το αίσθημα του καλού στη μουσική και γενικά στην τέχνη. Ευμουσία ήταν επίσης η μελωδικότητα ενός τραγουδιού. ευμούσως· μελωδικά, με χάρη. Πλούτ. (Προς Κολώτην 1119D): "ότι παίζοντός εστιν ευμούσως" (γι' αυτόν που παίζει με χάρη [με μουσικότητα]).

, μουσικός (επίθ.)· έμπειρος στις τέχνες, ιδιαίτερα στην ποίηση και τη μουσική.
ευμουσία· δεξιότητα στη μουσική· το αίσθημα του καλού στη μουσική και γενικά στην τέχνη. Ευμουσία ήταν επίσης η μελωδικότητα ενός τραγουδιού.
ευμούσως· μελωδικά, με χάρη.
Πλούτ. (Προς Κολώτην 1119D): "ότι παίζοντός εστιν ευμούσως" (γι' αυτόν που παίζει με χάρη [με μουσικότητα]).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: