εύρυθμος στη μουσική, αυτός που έχει καλή ρυθμική σύσταση· ρυθμικός.
εύρυθμα κρούματα· ρυθμικά μουσικά κομμάτια.
εύρυθμον μέλος· ρυθμική, ωραία, χαριτωμένη μελωδία.
Βλ. Πλάτων Νόμοι Β', 655Α (το κείμενο στο λ. ευάρμοστος)· επίσης Αριστοτ. Πολιτ. Η', 7, 2, 1341Β (βλ. λ. ευμελής). Ο Πτολεμαίος γράφει: "εύρυθμοι μεν [χρόνοι] οι διαφυλάττοντες ακριβώς την προς αλλήλοις εύρυθμον τάξιν" (εύρυθμοι [χρόνοι] είναι εκείνοι που διατηρούν ακριβώς την καλή ρυθμική τάξη ανάμεσά τους) (Πτολεμαίου μουσικά· Excerpta Neapolitana, C.v.J. Mus. script. Gr. 414).
ευρυθμία· καλή ρυθμική τάξη, συμμετρία· ακόμα, ωραία, πλαστική κίνηση· Λουκ. Περί ορχήσεως 8: "εώρων [οι Τρώες] την εν τω πολεμείν αυτού κουφότητα και ευρυθμίαν, ην εξ ορχήσεως εκέκτητο" ([οι Τρώες] έβλεπαν την ελαφράδα και την εύρυθμη κίνησή του [του Μηριόνη, συντρόφου του Ιδομενέα] στη μάχη, που την είχε αποκτήσει από το χορό).
ευρύθμως· ρυθμικά· σε καλή ρυθμική τάξη ή κίνηση· κατ' επέκταση, με χάρη.
, στη μουσική, αυτός που έχει καλή ρυθμική σύσταση· ρυθμικός. εύρυθμα κρούματα· ρυθμικά μουσικά κομμάτια. εύρυθμον μέλος· ρυθμική, ωραία, χαριτωμένη μελωδία. Βλ. Πλάτων Νόμοι Β', 655Α (το κείμενο στο λ. ευάρμοστος)· επίσης Αριστοτ. Πολιτ. Η', 7, 2, 1341Β (βλ. λ. ευμελής). Ο Πτολεμαίος γράφει: "εύρυθμοι μεν [χρόνοι] οι διαφυλάττοντες ακριβώς την προς αλλήλοις εύρυθμον τάξιν" (εύρυθμοι [χρόνοι] είναι εκείνοι που διατηρούν ακριβώς την καλή ρυθμική τάξη ανάμεσά τους) (Πτολεμαίου μουσικά· Excerpta Neapolitana, C.v.J. Mus. script. Gr. 414). ευρυθμία· καλή ρυθμική τάξη, συμμετρία· ακόμα, ωραία, πλαστική κίνηση· Λουκ. Περί ορχήσεως 8: "εώρων [οι Τρώες] την εν τω πολεμείν αυτού κουφότητα και ευρυθμίαν, ην εξ ορχήσεως εκέκτητο" ([οι Τρώες] έβλεπαν την ελαφράδα και την εύρυθμη κίνησή του [του Μηριόνη, συντρόφου του Ιδομενέα] στη μάχη, που την είχε αποκτήσει από το χορό). ευρύθμως· ρυθμικά· σε καλή ρυθμική τάξη ή κίνηση· κατ' επέκταση, με χάρη.
|
|