ευυμνία (βλ. λ.)· Ησ.: "ευμολπία, ευυμνία". Το επίθ. εύυμνος συνήθως σήμαινε πολυύμνητος· επίσης, επαινούμενος από (ή σε) πολλούς ύμνους. , (βλ. λ.)· Ησ.: "ευμολπία, ευυμνία". Το επίθ. εύυμνος συνήθως σήμαινε πολυύμνητος· επίσης, επαινούμενος από (ή σε) πολλούς ύμνους.
Συν. ευμολπία
|
|