εύφθογγος ευφωνικός· αυτός που παράγει ωραίο, μελωδικό ήχο. Εύφθογγος λύρα· εύφωνη (καλλίφωνη) $λύρα*· Θέογνις: "χαίρω δ' εύφθογγον... λύρην" (Ε. Diehl Anth. Lyr. Gr. 144, στ. 144). , ευφωνικός· αυτός που παράγει ωραίο, μελωδικό ήχο. Εύφθογγος λύρα· εύφωνη (καλλίφωνη) λύρα· Θέογνις: "χαίρω δ' εύφθογγον... λύρην" (Ε. Diehl Anth. Lyr. Gr. 144, στ. 144).
|
|