Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

εύφωνος

εκείνος που έχει γλυκιά, ωραία και ευχάριστη φωνή· στην περίπτωση οργάνων, με ωραίο και ευχάριστο τόνο. εύφωνος, επίσης, σήμαινε τον άνθρωπο που είχε δυνατή, ηχηρή φωνή· π.χ. "εύφωνος κήρυξ". ευφωνία· μελωδικότητα· επίσης, ηχηρότητα, λαμπρότητα στην ποιότητα του τόνου. Βλ. λ. $εύγηρυς*.

, εκείνος που έχει γλυκιά, ωραία και ευχάριστη φωνή· στην περίπτωση οργάνων, με ωραίο και ευχάριστο τόνο.
εύφωνος, επίσης, σήμαινε τον άνθρωπο που είχε δυνατή, ηχηρή φωνή· π.χ. "εύφωνος κήρυξ".
ευφωνία· μελωδικότητα· επίσης, ηχηρότητα, λαμπρότητα στην ποιότητα του τόνου.

Βλ. λ. εύγηρυς.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: