Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

εύχορδος

εκείνος που έχει καλές χορδές· επομένως, που ηχεί μελωδικά, π.χ. εύχορδος λύρα. $Πίνδαρος* (10ος Νεμεόνικος 21): "αλλ' όμως εύχορδον έγειρε λύραν" (αλλά σήκωσε τη μελωδική $λύρα*).

, εκείνος που έχει καλές χορδές· επομένως, που ηχεί μελωδικά, π.χ. εύχορδος λύρα. Πίνδαρος (10ος Νεμεόνικος 21): "αλλ' όμως εύχορδον έγειρε λύραν" (αλλά σήκωσε τη μελωδική λύρα).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: