ζυγός (αρσ.) και ζυγόν (ουδ.)· το εγκάρσιο ξύλο που ένωνε στο πάνω μέρος τα δύο κέρατα ή πήχεις της $κιθάρας*κιθάρα|, $λύρας*λύρα|, $φόρμιγγας*φόρμιγξ| κτλ. Το ζυγόν είχε σχήμα σχεδόν κυλινδρικό και ήταν κατασκευασμένο από πυξάρι. Επάνω του στερεώνονταν οι $κόλλαβοι*κόλλαβος| (ή κόλλοπες, κλειδιά), που χρησίμευαν στο τέντωμα και το κούρδισμα των χορδών.
Βλ. λ. $λύρα*. , (αρσ.) και ζυγόν (ουδ.)· το εγκάρσιο ξύλο που ένωνε στο πάνω μέρος τα δύο κέρατα ή πήχεις της κιθάρας, λύρας, φόρμιγγας κτλ. Το ζυγόν είχε σχήμα σχεδόν κυλινδρικό και ήταν κατασκευασμένο από πυξάρι. Επάνω του στερεώνονταν οι κόλλαβοι (ή κόλλοπες, κλειδιά), που χρησίμευαν στο τέντωμα και το κούρδισμα των χορδών.
Βλ. λ. λύρα.
Συν. ζυγόν
|
|