ημιόλιος γενικά, εκείνος που αποτελείται από ένα ολόκληρο και το μισό του όλου. Ημιόλιος λόγος: 3 προς 2 (ή 6 προς 4). Ημιόλιον πυκνόν: στο χρωματικό γένος ήταν η χρόα κατά την οποία το πυκνό ήταν ίσο προς ένα ημιτόνιο και μισό, δηλ. 3/8 του τόνου·
Πρβ. Αριστόξ. Αρμον. Ι, 25, 1 Mb.
Βλ. λ. $δίεσις*. , γενικά, εκείνος που αποτελείται από ένα ολόκληρο και το μισό του όλου. Ημιόλιος λόγος: 3 προς 2 (ή 6 προς 4). Ημιόλιον πυκνόν: στο χρωματικό γένος ήταν η χρόα κατά την οποία το πυκνό ήταν ίσο προς ένα ημιτόνιο και μισό, δηλ. 3/8 του τόνου·
Πρβ. Αριστόξ. Αρμον. Ι, 25, 1 Mb.
Βλ. λ. δίεσις.
|
|