Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

ηρμοσμένος

(από το αρμόζω ή αρμόττω, που στη μουσική σήμαινε κανονίζω σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής). Ηρμοσμένος επομένως σήμαινε: κανονισμένος (τακτοποιημένος, ρυθμισμένος) σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής· $εμμελής*. ηρμοσμένον μέλος· μέλος (μελωδία) που υπακούει στους νόμους της μελωδίας. Ο $Αριστόξενος* (Αρμον. Στοιχ. Ι, 18, 18 κε. Mb) εξηγεί ότι "το ηρμοσμένον μέλος δεν αποτελείται μόνο από διαστήματα και φθόγγους. Είναι επίσης αναγκαία μια σύνθεση (συνένωση) πάνω σε ορισμένη αρχή, γιατί είναι φανερό πως και το ανάρμοστον μέλος (που παραβαίνει τους νόμους της αρμονίας) αποτελείται και αυτό από διαστήματα και φθόγγους· από αυτό συνάγεται ότι ο πιο σημαντικός συντελεστής στην ορθή σύσταση του μέλους είναι η σύνθεση γενικά, και η ειδική φύση της ιδιαίτερα". Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 1) καθορίζει: "ηρμοσμένον δε το εκ φθόγγων τε και διαστημάτων ποιάν τάξιν εχόντων συγκείμενον" (το ηρμοσμένον μέλος είναι εκείνο που αποτελείται από φθόγγους και διαστήματα, που έχουν κάποια τάξη), Σε μια πιο γενική σημασία το "ηρμοσμένος" σήμαινε: αρμονικός, εναρμονισμένος. Ο Σέξτος Εμπειρικός (VI, 13) γράφει: "οί τε μέγα δυνηθέντες εν φιλοσοφία, καθάπερ και Πλάτων, τον σοφόν όμοιόν φασιν είναι τω μουσικώ, την ψυχήν ηρμοσμένην έχοντα" (εκείνοι που υπήρξαν μεγάλοι στη φιλοσοφία, όπως ο Πλάτων, λένε ότι ο σοφός (φρόνιμος, σώφρων) μοιάζει με τον μουσικό που έχει την ψυχή του εναρμονισμένη). Και ο Ιπποκράτης (Περί διαίτης Ι, 18) λέει: "καλώς δε ηρμοσμένης γλώσσης τη συμφωνία τέρψις, αναρμόστου δε λύπη" (όταν η γλώσσα είναι καλά εναρμονισμένη, η συμφωνία προκαλεί ευχαρίστηση, ενώ όταν είναι έξω από τον τόνο προκαλεί λύπη [πόνο]). Το ρήμα αρμόττομαι σήμαινε επίσης κουρδίζω ένα όργανο· Πλάτων (Πολιτ. 349Ε): "αρμοττόμενος λύραν" (κουρδίζοντας τη λύρα)· στον Φαίδωνα (85Ε) λέει ακόμα: "η μεν αρμονία... θείον τι εστιν εν τη ηρμοσμένη λύρα" (η αρμονία... είναι κάτι θείο στην καλά κουρδισμένη λύρα). Και ο Αριστόξενος (Ι, 11, 5) σχετικά με τη σημασία του όρου αρμόττομαι: "Δει δε πειράσθαι κατανοείν... τι ποτ' εστίν, ό ποιούμεν, όταν αρμοττόμενοι των χορδών εκάστην ανιώμεν ή επιτείνωμεν" (Πρέπει να προσπαθούμε να καταλάβουμε... τί γίνεται, όταν κουρδίζοντας χαλαρώνουμε ή τεντώνουμε κάθε χορδή). Αρμόττομαι σήμαινε ακόμα ταιριάζω στίχους σε μια προϋπάρχουσα μελωδία· Σιμωνίδης: "τον γλυκύν ες παίδων ίμερον ηρμόσατο" (PLG III, 186, απόσπ. 184 [171]).

, (από το αρμόζω ή αρμόττω, που στη μουσική σήμαινε κανονίζω σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής). Ηρμοσμένος επομένως σήμαινε: κανονισμένος (τακτοποιημένος, ρυθμισμένος) σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής· εμμελής.
ηρμοσμένον μέλος· μέλος (μελωδία) που υπακούει στους νόμους της μελωδίας. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 18, 18 κε. Mb) εξηγεί ότι "το ηρμοσμένον μέλος δεν αποτελείται μόνο από διαστήματα και φθόγγους. Είναι επίσης αναγκαία μια σύνθεση (συνένωση) πάνω σε ορισμένη αρχή, γιατί είναι φανερό πως και το ανάρμοστον μέλος (που παραβαίνει τους νόμους της αρμονίας) αποτελείται και αυτό από διαστήματα και φθόγγους· από αυτό συνάγεται ότι ο πιο σημαντικός συντελεστής στην ορθή σύσταση του μέλους είναι η σύνθεση γενικά, και η ειδική φύση της ιδιαίτερα".
Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 1) καθορίζει: "ηρμοσμένον δε το εκ φθόγγων τε και διαστημάτων ποιάν τάξιν εχόντων συγκείμενον" (το ηρμοσμένον μέλος είναι εκείνο που αποτελείται από φθόγγους και διαστήματα, που έχουν κάποια τάξη), Σε μια πιο γενική σημασία το "ηρμοσμένος" σήμαινε: αρμονικός, εναρμονισμένος. Ο Σέξτος Εμπειρικός (VI, 13) γράφει: "οί τε μέγα δυνηθέντες εν φιλοσοφία, καθάπερ και Πλάτων, τον σοφόν όμοιόν φασιν είναι τω μουσικώ, την ψυχήν ηρμοσμένην έχοντα" (εκείνοι που υπήρξαν μεγάλοι στη φιλοσοφία, όπως ο Πλάτων, λένε ότι ο σοφός (φρόνιμος, σώφρων) μοιάζει με τον μουσικό που έχει την ψυχή του εναρμονισμένη). Και ο Ιπποκράτης (Περί διαίτης Ι, 18) λέει: "καλώς δε ηρμοσμένης γλώσσης τη συμφωνία τέρψις, αναρμόστου δε λύπη" (όταν η γλώσσα είναι καλά εναρμονισμένη, η συμφωνία προκαλεί ευχαρίστηση, ενώ όταν είναι έξω από τον τόνο προκαλεί λύπη [πόνο]).
Το ρήμα αρμόττομαι σήμαινε επίσης κουρδίζω ένα όργανο· Πλάτων (Πολιτ. 349Ε): "αρμοττόμενος λύραν" (κουρδίζοντας τη λύρα)· στον Φαίδωνα (85Ε) λέει ακόμα: "η μεν αρμονία... θείον τι εστιν εν τη ηρμοσμένη λύρα" (η αρμονία... είναι κάτι θείο στην καλά κουρδισμένη λύρα). Και ο Αριστόξενος (Ι, 11, 5) σχετικά με τη σημασία του όρου αρμόττομαι: "Δει δε πειράσθαι κατανοείν... τι ποτ' εστίν, ό ποιούμεν, όταν αρμοττόμενοι των χορδών εκάστην ανιώμεν ή επιτείνωμεν" (Πρέπει να προσπαθούμε να καταλάβουμε... τί γίνεται, όταν κουρδίζοντας χαλαρώνουμε ή τεντώνουμε κάθε χορδή).
Αρμόττομαι σήμαινε ακόμα ταιριάζω στίχους σε μια προϋπάρχουσα μελωδία· Σιμωνίδης: "τον γλυκύν ες παίδων ίμερον ηρμόσατο" (PLG III, 186, απόσπ. 184 [171]).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: