ήχος ο ήχος γενικά. Γιά τον μουσικό ήχο χρησιμοποιούσαν συνήθως τους όρους $φωνή* και $φθόγγος*. Καμιά φορά η λέξη ηχώ χρησιμοποιούνταν για τον ήχο (βλ. παρακάτω). Στην αττική διάλεκτο η λέξη ηχή (δωρ. τύπος αχά) σήμαινε, κατά τον Μοίριδα (Λεξικό, σ. 175), ήχος· συνήθως όμως σήμαινε τον θορυβώδη ήχο, το θόρυβο. Στον Αριστοτέλη συναντούμε τη λέξη ηχώ για τον ήχο (Προβλ. XIX, 50): "Διά τι ίσων πίθων και ομοίων εάν μεν ο έτερος κενός ή, ο δε έτερος εις το ήμισυ διάμεσος, δια πασών συμφωνεί η ηχώ;" (Γιατί αν πάρουμε δύο όμοια πιθάρια και στο ίδιο μέγεθος, αν το ένα είναι άδειο και το άλλο γεμάτο στο μισό, ο ήχος δίνει την όγδοη συμφωνία [ή ο ήχος συμφωνεί με την ογδόη];)
Σημείωση: Το ρήμα ηχώ σήμαινε παράγω ήχο, ηχώ. Μερικά παράγωγα σε χρήση ήταν: ηχήεις, ηχηρός· ήχημα, ήχος, επίσης, κατ' επέκταση, τραγούδι· ηχέτης και ηχητής, αυτός που ηχεί καθαρά, μουσικός επίθ. (LSJ)· πρβ. Πίνδ. Θρήνοι (PLG Ι, 335, απόσπ. 116)· κακοηχής, κακόφωνος, δυσάρεστος στην ήχηση· πολυηχής, πολύ ηχηρός, επίσης αυτός που ηχεί με πολλή ή πλούσια ποικιλία ήχου: "πολυηχής φωνή αηδόνος" (φωνή [ή τραγούδι] αηδονιού με πλούσια ποικιλία ήχου). Βλ. επίσης λ. $ευηχής*.
, ο ήχος γενικά. Γιά τον μουσικό ήχο χρησιμοποιούσαν συνήθως τους όρους φωνή και φθόγγος. Καμιά φορά η λέξη ηχώ χρησιμοποιούνταν για τον ήχο (βλ. παρακάτω). Στην αττική διάλεκτο η λέξη ηχή (δωρ. τύπος αχά) σήμαινε, κατά τον Μοίριδα (Λεξικό, σ. 175), ήχος· συνήθως όμως σήμαινε τον θορυβώδη ήχο, το θόρυβο. Στον Αριστοτέλη συναντούμε τη λέξη ηχώ για τον ήχο (Προβλ. XIX, 50): "Διά τι ίσων πίθων και ομοίων εάν μεν ο έτερος κενός ή, ο δε έτερος εις το ήμισυ διάμεσος, δια πασών συμφωνεί η ηχώ;" (Γιατί αν πάρουμε δύο όμοια πιθάρια και στο ίδιο μέγεθος, αν το ένα είναι άδειο και το άλλο γεμάτο στο μισό, ο ήχος δίνει την όγδοη συμφωνία [ή ο ήχος συμφωνεί με την ογδόη];)
Σημείωση: Το ρήμα ηχώ σήμαινε παράγω ήχο, ηχώ. Μερικά παράγωγα σε χρήση ήταν: ηχήεις, ηχηρός· ήχημα, ήχος, επίσης, κατ' επέκταση, τραγούδι· ηχέτης και ηχητής, αυτός που ηχεί καθαρά, μουσικός επίθ. (LSJ)· πρβ. Πίνδ. Θρήνοι (PLG Ι, 335, απόσπ. 116)· κακοηχής, κακόφωνος, δυσάρεστος στην ήχηση· πολυηχής, πολύ ηχηρός, επίσης αυτός που ηχεί με πολλή ή πλούσια ποικιλία ήχου: "πολυηχής φωνή αηδόνος" (φωνή [ή τραγούδι] αηδονιού με πλούσια ποικιλία ήχου). Βλ. επίσης λ. ευηχής.
|
|