θηρεπωδός γητευτής άγριων θηρίων, που χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό επωδές (μαγικά τραγούδια).
Βλ. λ. $επωδός* και $Σούδα* στο λ. "σοφός".
, γητευτής άγριων θηρίων, που χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό επωδές (μαγικά τραγούδια).
Βλ. λ. επωδός και Σούδα στο λ. "σοφός".
|
|