θρηνητικός αυλός· $αυλός* που χρησιμοποιούνταν σε επικήδειες τελετές, με τον οποίο εκφραζόταν μεγάλος θρήνος (βλ. λ. $καρικόν* μέλος).
Ο αυλός αυτός ανήκε στους "ανδρείους" (ανδρικούς) αυλούς· το μήκος του ήταν μεγάλο και ο τόνος του βαρύς (χαμηλός, βαρύφθογγος) και εκφραστικός. Ο $Αριστοτέλης* τον ονόμαζε "αιάζοντα" (αιάζων=θρηνώδης) από το ρήμα αιάζω: θρηνώ, κλαίω.
Ο $Πολυδεύκης* (IV, 75) λέει πως "οι Φρύγες εφεύραν έναν θρηνητικό αυλό, και από αυτούς τον πήραν και τον χρησιμοποιούσαν οι Κάρες".
, αυλός· αυλός που χρησιμοποιούνταν σε επικήδειες τελετές, με τον οποίο εκφραζόταν μεγάλος θρήνος (βλ. λ. καρικόν μέλος). Ο αυλός αυτός ανήκε στους "ανδρείους" (ανδρικούς) αυλούς· το μήκος του ήταν μεγάλο και ο τόνος του βαρύς (χαμηλός, βαρύφθογγος) και εκφραστικός. Ο Αριστοτέλης τον ονόμαζε "αιάζοντα" (αιάζων=θρηνώδης) από το ρήμα αιάζω: θρηνώ, κλαίω. Ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει πως "οι Φρύγες εφεύραν έναν θρηνητικό αυλό, και από αυτούς τον πήραν και τον χρησιμοποιούσαν οι Κάρες".
Συν. θρηνητήριος
|
|