θρηνωδός τραγουδιστής $θρήνων*θρήνος|, μοιρολογητής, θρηνωδός. Επίσης και θρηνητήρ. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν επαγγελματίες θρηνωδοί που πληρώνονταν για να τραγουδούν τα μοιρολόγια· στον Όμηρο αναφέρονται οι "θρήνων $έξαρχοι*έξαρχος|" (βλ. Ιλ. Ω 720-722, και λ. $αοιδός* για το κείμενο). , τραγουδιστής θρήνων, μοιρολογητής, θρηνωδός. Επίσης και θρηνητήρ. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν επαγγελματίες θρηνωδοί που πληρώνονταν για να τραγουδούν τα μοιρολόγια· στον Όμηρο αναφέρονται οι "θρήνων έξαρχοι" (βλ. Ιλ. Ω 720-722, και λ. αοιδός για το κείμενο).
|
|