Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

θυροκοπικόν

τραγούδι με συνοδεία αυλού και χορού, που το εκτελούσε κανείς μπροστά στην πόρτα της αγαπημένης του. Επίσης, $αύλησις* (σόλο αυλού). ?λλος όρος ήταν το $κρουσίθυρον*, είδος σερενάτας και αυτό. Ο Αλεξανδρινός λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) περιλαμβάνει και τα δύο, το θυροκοπικό και το κρουσίθυρο, στον κατάλογο των αυλήσεων (βλ. λ. $αύλησις*). Το ρήμα θυροκοπώ σήμαινε χτυπώ την πόρτα· στον Φρύνιχο (Επιτομή, έκδ. I. de Borries, σ. 74) ερμηνεύεται αλλιώς: "θυροκοπείν· επικωμάζειν" ([χτυπώ την πόρτα και] εισορμώ εύθυμος [ή μεθυσμένος] ή με άλλους εύθυμους [κωμαστές]). Βλ. λ. $κώμος*. Το κρουσίθυρον προέρχεται από τα κρούω + θύρα: χτυπώ την πόρτα.

, τραγούδι με συνοδεία αυλού και χορού, που το εκτελούσε κανείς μπροστά στην πόρτα της αγαπημένης του. Επίσης, αύλησις (σόλο αυλού). ?λλος όρος ήταν το κρουσίθυρον, είδος σερενάτας και αυτό. Ο Αλεξανδρινός λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) περιλαμβάνει και τα δύο, το θυροκοπικό και το κρουσίθυρο, στον κατάλογο των αυλήσεων (βλ. λ. αύλησις).
Το ρήμα θυροκοπώ σήμαινε χτυπώ την πόρτα· στον Φρύνιχο (Επιτομή, έκδ. I. de Borries, σ. 74) ερμηνεύεται αλλιώς: "θυροκοπείν· επικωμάζειν" ([χτυπώ την πόρτα και] εισορμώ εύθυμος [ή μεθυσμένος] ή με άλλους εύθυμους [κωμαστές]). Βλ. λ. κώμος.
Το κρουσίθυρον προέρχεται από τα κρούω + θύρα: χτυπώ την πόρτα.

Συν. κρουσίθυρον



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: