ισοτονία και ισότονοι· Ισοτονία ήταν η ταυτοφωνία· όρος που μερικοί συγγραφείς τον χρησιμοποιούσαν αντί του όρου $ομοφωνία*.
ισότονοι φθόγγοι είναι δύο ή περισσότερες νότες που έχουν τον ίδιο τόνο (ύψος, ένταση). Ο $Πτολεμαίος* (Αρμονικά Ι, 4, έκδ. Wallis III, 8, έκδ. I.D. 10) λέει: "ισότονοι μεν οι απαράλλακτοι κατά τον τόνον" (ισότονοι είναι οι ήχοι που είναι ακριβώς ίδιοι στο ύψος).
Ο $Πορφύριος* (Comment. Wallis III, 258, I.D. 82) διευκρινίζει ότι ο Πτολεμαίος χρησιμοποίησε εδώ τον όρο $τόνος* με τη σημασία του "ύψος" ($τάσις*) και ότι "ισότονος είναι ο ήχος που έχει το ίδιο ύψος με έναν άλλο, όπως είναι η νήτη συνημμένων (παρ. α', στο σχήμα) προς την παρανήτη διεζευγμένων" (β' στο σχήμα).
Ο Πορφύριος προτιμά τον όρο ομότονος αντί του ισότονος: "τον δέ, ούτως, ισότονον ψόφον, κυριώτερον ομότονον καλούσι" (βλ. λ. $ομότονοι* φθόγγοι).
Το αντίθετο του ισότονος είναι ανισότονος· Πτολεμαίος (Ι, 4): "ανισότονοι δέ, οι παραλλάσσοντας [κατά τον τόνον]" (και ανισότονοι είναι οι ήχοι που διαφέρουν [στο ύψος])· πρβ. και Πορφ. Wallis III, 285-286. Ισότονος επίσης λέγεται ο ήχος που είναι όμοιος με έναν άλλο στα εσωτερικά του μέρη σε όλη τη διάρκειά του· στην περίπτωση αυτή ο Πορφύριος προτιμά αντί του ισότονος τον όρο ομοιομερής, που είναι πραγματικά ακριβέστερος. , και ισότονοι· Ισοτονία ήταν η ταυτοφωνία· όρος που μερικοί συγγραφείς τον χρησιμοποιούσαν αντί του όρου ομοφωνία.
ισότονοι φθόγγοι είναι δύο ή περισσότερες νότες που έχουν τον ίδιο τόνο (ύψος, ένταση). Ο Πτολεμαίος (Αρμονικά Ι, 4, έκδ. Wallis III, 8, έκδ. I.D. 10) λέει: "ισότονοι μεν οι απαράλλακτοι κατά τον τόνον" (ισότονοι είναι οι ήχοι που είναι ακριβώς ίδιοι στο ύψος). Ο Πορφύριος (Comment. Wallis III, 258, I.D. 82) διευκρινίζει ότι ο Πτολεμαίος χρησιμοποίησε εδώ τον όρο τόνος με τη σημασία του "ύψος" (τάσις) και ότι "ισότονος είναι ο ήχος που έχει το ίδιο ύψος με έναν άλλο, όπως είναι η νήτη συνημμένων (παρ. α', στο σχήμα) προς την παρανήτη διεζευγμένων" (β' στο σχήμα).
Ο Πορφύριος προτιμά τον όρο ομότονος αντί του ισότονος: "τον δέ, ούτως, ισότονον ψόφον, κυριώτερον ομότονον καλούσι" (βλ. λ. ομότονοι φθόγγοι). Το αντίθετο του ισότονος είναι ανισότονος· Πτολεμαίος (Ι, 4): "ανισότονοι δέ, οι παραλλάσσοντας [κατά τον τόνον]" (και ανισότονοι είναι οι ήχοι που διαφέρουν [στο ύψος])· πρβ. και Πορφ. Wallis III, 285-286. Ισότονος επίσης λέγεται ο ήχος που είναι όμοιος με έναν άλλο στα εσωτερικά του μέρη σε όλη τη διάρκειά του· στην περίπτωση αυτή ο Πορφύριος προτιμά αντί του ισότονος τον όρο ομοιομερής, που είναι πραγματικά ακριβέστερος.
|
|