ισόφθογγος ήχος ($φθόγγος*) που ηχεί ακριβώς το ίδιο όπως ένας άλλος· που έχει τον ίδιο φθόγγο.
Πρβ. Noνν. Διονυσ. (VΙ, 202)· κατά τον Άγγλο φιλόλογο W. Η. D. Rouse, μεταφραστή των Διονυσιακών, το ισόφθογγος αποδίδεται με την έκφραση: "ο φθόγγος που ήχει "σε ηχώ"".
, ήχος (φθόγγος) που ηχεί ακριβώς το ίδιο όπως ένας άλλος· που έχει τον ίδιο φθόγγο. Πρβ. Noνν. Διονυσ. (VΙ, 202)· κατά τον Άγγλο φιλόλογο W. Η. D. Rouse, μεταφραστή των Διονυσιακών, το ισόφθογγος αποδίδεται με την έκφραση: "ο φθόγγος που ήχει "σε ηχώ"".
|
|