καθαπτόν όργανον· όρος που χρησιμοποιούνταν για ένα κρουστό όργανο, που παιζόταν με χτύπημα του χεριού, όπως το $τύμπανον*. Ο μουσικός Αλκείδης από την Αλεξάνδρεια, ένας από τους δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, μιλώντας για την $ύδραυλη*ύδραυλις|, αναφέρει τον Αριστοκλή, ο οποίος λέει (Αθήν. Δ., 174C) πως η ύδραυλη "εντατόν ουν και καθαπτόν ουκ αν νομισθείη" (δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε έγχορδο, ούτε κρουστό όργανο)· για τη λέξη κρουστό χρησιμοποιεί τη λέξη "καθαπτόν". , όργανον· όρος που χρησιμοποιούνταν για ένα κρουστό όργανο, που παιζόταν με χτύπημα του χεριού, όπως το τύμπανον. Ο μουσικός Αλκείδης από την Αλεξάνδρεια, ένας από τους δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, μιλώντας για την ύδραυλη, αναφέρει τον Αριστοκλή, ο οποίος λέει (Αθήν. Δ., 174C) πως η ύδραυλη "εντατόν ουν και καθαπτόν ουκ αν νομισθείη" (δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε έγχορδο, ούτε κρουστό όργανο)· για τη λέξη κρουστό χρησιμοποιεί τη λέξη "καθαπτόν".
|
|