Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

άμουσος

ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. Ο $Πλάτων* (Πολιτ. 455Ε) λέει: "αλλ' έστι και γυνή μουσική, η δ' αμουσος φύσει" (αλλά υπάρχει και γυναίκα που από τη φύση έχει κλίση στη μουσική, κι άλλη που δεν έχει). Στους Νόμους (Γ', 700C): "άμουσοι βοαί πλήθους", (τραχιές, κακόφωνες κραυγές του πλήθους). Ευρ. Άλκηστις 760: "άμουσ' υλακτών" (ουρλιάζοντας παράφωνα). αμουσία· η έλλειψη καλλιέργειας ή μόρφωσης· επίσης, η έλλειψη μελωδικότητας, μουσικής καλαισθησίας. Αντίθ. $εύμουσος* και ευμουσία. Ο $Πλάτων* (Νόμοι Β', 670Α) λέει ότι η $αύληση*αύλησις| και η $κιθάριση*κιθάρισις| (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία ("ψιλώ δ' εκατέρω αυλήσει και κιθαρίσει πασά τις αμουσία και θαυματουργία γίγνοιτ' αν της χρήσεως"). Το επίθ. $απόμουσος* συναντάται επίσης με την ίδια σημασία. Ευρ. Φοίν. 815: "απομουσοτάταισι, [στην έκδ. Βερναρδάκη "αμουσοτάταισι"] συν ωδαίς" (με κακόφωνες, αμουσότατες ωδές).

, ακαλλιέργητος, αμόρφωτος, ακαλαίσθητος, χωρίς καλλιέργεια στις μούσες. Επίσης, ιδιαίτερα στη μουσική, εκείνος που δεν ξέρει ή δεν έχει κάποιο αίσθημα ή κλίση για τη μουσική. Ο Πλάτων (Πολιτ. 455Ε) λέει: "αλλ' έστι και γυνή μουσική, η δ' αμουσος φύσει" (αλλά υπάρχει και γυναίκα που από τη φύση έχει κλίση στη μουσική, κι άλλη που δεν έχει). Στους Νόμους (Γ', 700C): "άμουσοι βοαί πλήθους", (τραχιές, κακόφωνες κραυγές του πλήθους). Ευρ. Άλκηστις 760: "άμουσ' υλακτών" (ουρλιάζοντας παράφωνα).

αμουσία· η έλλειψη καλλιέργειας ή μόρφωσης· επίσης, η έλλειψη μελωδικότητας, μουσικής καλαισθησίας. Αντίθ. εύμουσος και ευμουσία.
Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 670Α) λέει ότι η αύληση και η κιθάριση (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία ("ψιλώ δ' εκατέρω αυλήσει και κιθαρίσει πασά τις αμουσία και θαυματουργία γίγνοιτ' αν της χρήσεως").

Το επίθ. απόμουσος συναντάται επίσης με την ίδια σημασία. Ευρ. Φοίν. 815: "απομουσοτάταισι, [στην έκδ. Βερναρδάκη "αμουσοτάταισι"] συν ωδαίς" (με κακόφωνες, αμουσότατες ωδές).

Συν. απόμουσος



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: