καλλίχορος ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς· εμφανίζεται και αντί του καλλίχωρος, με ωραίους τόπους για χορό (LSJ). , ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς· εμφανίζεται και αντί του καλλίχωρος, με ωραίους τόπους για χορό (LSJ).
|
|