καταβαυκάλησις νανούρισμα· ιδιαίτερα το νανούρισμα των τροφών· Αθήν. (ΙΔ', 618Ε, 10): "αι δε των τιτθευουσών ωδαί καταβαυκαλήσεις ονομάζονται" (τα τραγούδια των τροφών ονομάζονται νανουρίσματα).
Τιτθεύουσαι ή τίτθαι (πληθ.), οι παραμάνες, οι τροφοί. Το ρήμα καταβαυκαλώ σημαίνει νανουρίζω, είτε με τραγούδι, είτε με τη μουσική κάποιου οργάνου. Ο Πολυδεύκης (IV, 127) γράφει: "το σείστρον ώ καταβαυκαλώσιν αι τίτθαι ψυχαγωγούσαι τα δυσυπνούντα των παιδίων" (το $σείστρον*, με το οποίο οι παραμάνες νανουρίζουν τέρποντας τα παιδιά, που δύσκολα αποκοιμούνται).
Βλ. λ. $βαυκάλημα*. , νανούρισμα· ιδιαίτερα το νανούρισμα των τροφών· Αθήν. (ΙΔ', 618Ε, 10): "αι δε των τιτθευουσών ωδαί καταβαυκαλήσεις ονομάζονται" (τα τραγούδια των τροφών ονομάζονται νανουρίσματα). Τιτθεύουσαι ή τίτθαι (πληθ.), οι παραμάνες, οι τροφοί. Το ρήμα καταβαυκαλώ σημαίνει νανουρίζω, είτε με τραγούδι, είτε με τη μουσική κάποιου οργάνου. Ο Πολυδεύκης (IV, 127) γράφει: "το σείστρον ώ καταβαυκαλώσιν αι τίτθαι ψυχαγωγούσαι τα δυσυπνούντα των παιδίων" (το σείστρον, με το οποίο οι παραμάνες νανουρίζουν τέρποντας τα παιδιά, που δύσκολα αποκοιμούνται).
Βλ. λ. βαυκάλημα.
|
|