κατάληψις άγγιγμα των χορδών κατά το παίξιμο της λύρας ή της κιθάρας (ελαφρό άγγιγμα μιας χορδής προς το σκοπό να μειωθεί το μήκος της και να ληφθεί ένας ψηλότερος ήχος [αρμονικός]). Κατά τον Δημ. "παύση ενός οργάνου"(;).
Πρβ. Schol. Aristoph., Νεφέλαι (318): "και κρούσιν και κατάληψιν". Βλ. Ε. Κ. Borthwick, "Κατάληψις: A Neglected Term in Greek Music", Cl. Quar. 53 (1959), 23-29.
, άγγιγμα των χορδών κατά το παίξιμο της λύρας ή της κιθάρας (ελαφρό άγγιγμα μιας χορδής προς το σκοπό να μειωθεί το μήκος της και να ληφθεί ένας ψηλότερος ήχος [αρμονικός]). Κατά τον Δημ. "παύση ενός οργάνου"(;).
Πρβ. Schol. Aristoph., Νεφέλαι (318): "και κρούσιν και κατάληψιν". Βλ. Ε. Κ. Borthwick, "Κατάληψις: A Neglected Term in Greek Music", Cl. Quar. 53 (1959), 23-29.
|
|