κατασπασμός χαμήλωμα της φωνής (Δημ., LSJ). Από το "κατασπώ την φωνήν", χαμηλώνω τη φωνή. Για την έκφραση: "κατασπώ την σύριγγα" βλ. στο λ. $σύριγξ*.
, χαμήλωμα της φωνής (Δημ., LSJ). Από το "κατασπώ την φωνήν", χαμηλώνω τη φωνή. Για την έκφραση: "κατασπώ την σύριγγα" βλ. στο λ. σύριγξ.
|
|