καταύλησις παίξιμο του $αυλού*αυλός|· ψυχαγώγηση με παίξιμο αυλού. Το ρήμα καταυλώ σήμαινε παίζω αυλό για κάποιον άλλο· ψυχαγωγώ παίζοντας αυλό ή ακόμα κατ' επέκταση τραγουδώντας. $Πλάτων* (Νόμοι Ζ', 790Ε): "όταν οι μητέρες θέλουν να νανουρίσουν τα παιδιά που δύσκολα αποκοιμούνται, τραγουδούν [ή παίζουν] μια μελωδία σ' αύτά (...μελωδίαν τινά καταυλούσιν)".
Βλ. λ. $μητρώα* ("κατηύλησε τα μητρώα"=επαιξε τα μητρώα στον αυλό). , παίξιμο του αυλού· ψυχαγώγηση με παίξιμο αυλού. Το ρήμα καταυλώ σήμαινε παίζω αυλό για κάποιον άλλο· ψυχαγωγώ παίζοντας αυλό ή ακόμα κατ' επέκταση τραγουδώντας. Πλάτων (Νόμοι Ζ', 790Ε): "όταν οι μητέρες θέλουν να νανουρίσουν τα παιδιά που δύσκολα αποκοιμούνται, τραγουδούν [ή παίζουν] μια μελωδία σ' αύτά (...μελωδίαν τινά καταυλούσιν)".
Βλ. λ. μητρώα ("κατηύλησε τα μητρώα"=επαιξε τα μητρώα στον αυλό).
|
|