κατήχησις γοήτευση με μουσικό ήχο· διδασκαλία με τραγούδι ή "δια ζώσης" ή με ζωηρή, δυνατή φωνή· διδασκαλία γενικά. Δημ.: "συνοδεία του $μονοχόρδου*μονόχορδον| με όργανα με βαθύτερο ήχο που καταπνίγουν το μέλος του". Πρβ. Πτολεμ. (Αρμον. II, 12, έκδ. I.D. 67, 19-20). , γοήτευση με μουσικό ήχο· διδασκαλία με τραγούδι ή "δια ζώσης" ή με ζωηρή, δυνατή φωνή· διδασκαλία γενικά. Δημ.: "συνοδεία του μονοχόρδου με όργανα με βαθύτερο ήχο που καταπνίγουν το μέλος του". Πρβ. Πτολεμ. (Αρμον. II, 12, έκδ. I.D. 67, 19-20).
|
|