κάττυμα συνήθως στον πληθυντικό, καττύματα· μπαλώματα. Πρβ. Πλούτ. (Περί μουσ. 1138Β, 21): "σχεδόν γαρ αποπεφοιτήκασιν είς τε τα καττύματα και εις τα Πολυείδου ποιήματα [ποικίλματα]" (γιατί έχουν σχεδόν απομακρυνθεί από τα μπαλώματα και τα ποικίλματα [στολίδια] του Πολύειδου). Πρβ. Weil- Rein. Plut. mus. 85.
Σημείωση: κάττυμα γενικά ήταν και η σόλα παπουτσιού.
, συνήθως στον πληθυντικό, καττύματα· μπαλώματα. Πρβ. Πλούτ. (Περί μουσ. 1138Β, 21): "σχεδόν γαρ αποπεφοιτήκασιν είς τε τα καττύματα και εις τα Πολυείδου ποιήματα [ποικίλματα]" (γιατί έχουν σχεδόν απομακρυνθεί από τα μπαλώματα και τα ποικίλματα [στολίδια] του Πολύειδου). Πρβ. Weil- Rein. Plut. mus. 85.
Σημείωση: κάττυμα γενικά ήταν και η σόλα παπουτσιού.
|
|