αναβολή ποιητ. αμβολή ή αμβολά. Ένα οργανικό πρελούντιο· μια διθυραμβική καινοτομία που αποδιδόταν στον Μελανιππίδη, σύμφωνα με την οποία ο $διθύραμβος* δεν διαιρείται σε στροφές-αντιστροφές, αλλά ακολουθεί την ελεύθερη φόρμα του $νόμου*νόμος| και του $υπορχήματος*υπόρχημα|.
Βλ. λ. $Μελανιππίδης*, και Αριστοτ. Προβλ. XIX, 15.
Σημειώσεις:
(α) Το ρ. αναβάλλομαι στη μουσική σήμαινε αρχίζω να παίζω ή να τραγουδώ.
(β) ο Ingemar During ("Studies in Musical Terminology in 5th Century Literature", Eranos 43, 1945, σ. 183) υποστηρίζει ότι "η συνηθισμένη μετάφραση της λέξης αναβολή ως "μουσικού πρελουντίου" είναι ανεπαρκής· σημαίνει επίσης το νέο διθύραμβο ως σύνολο".
, ποιητ. αμβολή ή αμβολά. Ένα οργανικό πρελούντιο· μια διθυραμβική καινοτομία που αποδιδόταν στον Μελανιππίδη, σύμφωνα με την οποία ο διθύραμβος δεν διαιρείται σε στροφές-αντιστροφές, αλλά ακολουθεί την ελεύθερη φόρμα του νόμου και του υπορχήματος. Βλ. λ. Μελανιππίδης, και Αριστοτ. Προβλ. XIX, 15.
Σημειώσεις: (α) Το ρ. αναβάλλομαι στη μουσική σήμαινε αρχίζω να παίζω ή να τραγουδώ. (β) ο Ingemar During ("Studies in Musical Terminology in 5th Century Literature", Eranos 43, 1945, σ. 183) υποστηρίζει ότι "η συνηθισμένη μετάφραση της λέξης αναβολή ως "μουσικού πρελουντίου" είναι ανεπαρκής· σημαίνει επίσης το νέο διθύραμβο ως σύνολο".
|
|