κερνοφόρος (α) Ο ιερέας που έφερνε το κέρνος (βλ. σημ. παρακάτω), στο οποίο έβαζαν φρούτα, λάδι κτλ. κατά τις τελετές.
(β) Ένα είδος έντονου και ζωηρού χορού· στον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνεται, όπως η μογγάς και η θερμαστρίς, στους "μανιώδεις" χορούς· βλ. το κείμενο στο λ. $μογγάς*.
Ο Πολυδεύκης (IV, 103) λέει πως το κερνοφόρον όρχημα το χόρευαν άνδρες που έφερναν κέρνα ή εσχαρίδες (μικρά πύραυνα).
Σημείωση: Το κέρνος ή κέρνον ήταν ένα ιερό αγγείο ή μεγάλο πιάτο, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές και ιδιαίτερα στα ελευσίνια μυστήρια· ήταν πήλινο και είχε δύο αυτιά και μικρά κοιλώματα γύρω και χρησίμευε για να βάζουν λάδι, κρασί, γάλα, μέλι, φρούτα κτλ. Το κέρνος το έφερε κατά την τελετή ο ιερέας ή η ιέρεια. Η σημασία του κέρνου φαίνεται από τη γνωστή συμβολική φόρμουλα: "εκ τύμπανου έφαγον, εκ κυμβάλου έπιον, εκερνοφόρησα, υπό τον παστόν υπέδυν" (έφαγα από τύμπανο, ήπια από κύμβαλο, έφερα το κέρνος, μπήκα κάτω από το νυμφικό κρεβάτι)· (Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτ. ΙΙ, 14, έκδ. Pottee).
, (α) Ο ιερέας που έφερνε το κέρνος (βλ. σημ. παρακάτω), στο οποίο έβαζαν φρούτα, λάδι κτλ. κατά τις τελετές. (β) Ένα είδος έντονου και ζωηρού χορού· στον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνεται, όπως η μογγάς και η θερμαστρίς, στους "μανιώδεις" χορούς· βλ. το κείμενο στο λ. μογγάς. Ο Πολυδεύκης (IV, 103) λέει πως το κερνοφόρον όρχημα το χόρευαν άνδρες που έφερναν κέρνα ή εσχαρίδες (μικρά πύραυνα).
Σημείωση: Το κέρνος ή κέρνον ήταν ένα ιερό αγγείο ή μεγάλο πιάτο, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές και ιδιαίτερα στα ελευσίνια μυστήρια· ήταν πήλινο και είχε δύο αυτιά και μικρά κοιλώματα γύρω και χρησίμευε για να βάζουν λάδι, κρασί, γάλα, μέλι, φρούτα κτλ. Το κέρνος το έφερε κατά την τελετή ο ιερέας ή η ιέρεια. Η σημασία του κέρνου φαίνεται από τη γνωστή συμβολική φόρμουλα: "εκ τύμπανου έφαγον, εκ κυμβάλου έπιον, εκερνοφόρησα, υπό τον παστόν υπέδυν" (έφαγα από τύμπανο, ήπια από κύμβαλο, έφερα το κέρνος, μπήκα κάτω από το νυμφικό κρεβάτι)· (Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτ. ΙΙ, 14, έκδ. Pottee).
|
|