κιθαριστής εκτελεστής της $κιθάρας*κιθάρα|· εκείνος που παίζει κιθάρα χωρίς τραγούδι, σε αντιδιαστολή προς τον $κιθαρωδό*κιθαρωδός|, που παίζει και τραγουδάει μαζί. Έτσι συνήθως λεγόταν ο σολίστας εκτελεστής.
κιθαρίστρια και κιθαριστρίς· γυναίκα που παίζει κιθάρα. , εκτελεστής της κιθάρας· εκείνος που παίζει κιθάρα χωρίς τραγούδι, σε αντιδιαστολή προς τον κιθαρωδό, που παίζει και τραγουδάει μαζί. Έτσι συνήθως λεγόταν ο σολίστας εκτελεστής. κιθαρίστρια και κιθαριστρίς· γυναίκα που παίζει κιθάρα.
|
|