κιθαρωδός ποιητικός τύπος κιθαραοιδός· ένας μουσικός που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα. Ο κιθαρωδός εμφανιζόταν μπροστά στο κοινό φορώντας μακρύ χιτώνα και στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι. Άρχιζε με το $προοίμιον*, που ήταν ένα οργανικό πρελούντιο· προχωρούσε κατόπι στο κύριο μέρος της κιθαρωδίας τραγουδώντας και συνοδεύοντας τον εαυτό του. Ανάμεσα στους στίχους έπαιζε σύντομα ιντερλούντια.
, ποιητικός τύπος κιθαραοιδός· ένας μουσικός που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα. Ο κιθαρωδός εμφανιζόταν μπροστά στο κοινό φορώντας μακρύ χιτώνα και στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι. Άρχιζε με το προοίμιον, που ήταν ένα οργανικό πρελούντιο· προχωρούσε κατόπι στο κύριο μέρος της κιθαρωδίας τραγουδώντας και συνοδεύοντας τον εαυτό του. Ανάμεσα στους στίχους έπαιζε σύντομα ιντερλούντια.
|
|