κινδαψός ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο με σχήμα σαν της $λύρας*λύρα|, που παιζόταν με $πλήκτρο*πλήκτρον| σαν φτερό. Διαβάζουμε στον Αθήναιο (Δ', 183Α, 81): "έστι δ' ο σκινδαψός τετράχορδον όργανον" (ο σκινδαψός είναι τετράχορδο όργανο)· σύμφωνα με τον Θεόπομπο, τον επικό ποιητή από τον Κολοφώνα: "σκινδαψόν λυρόεντα μέγαν χείρεσσι τινάσσων, οισύϊνον [ή οξύϊνον] προμάλοιο τετυγμένον αιζήοντος" (κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο σαν λύρα σκινδαψό, κατασκευασμένο από βλαστούς ιτιάς [ή οξιάς]). , ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο με σχήμα σαν της λύρας, που παιζόταν με πλήκτρο σαν φτερό. Διαβάζουμε στον Αθήναιο (Δ', 183Α, 81): "έστι δ' ο σκινδαψός τετράχορδον όργανον" (ο σκινδαψός είναι τετράχορδο όργανο)· σύμφωνα με τον Θεόπομπο, τον επικό ποιητή από τον Κολοφώνα: "σκινδαψόν λυρόεντα μέγαν χείρεσσι τινάσσων, οισύϊνον [ή οξύϊνον] προμάλοιο τετυγμένον αιζήοντος" (κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο σαν λύρα σκινδαψό, κατασκευασμένο από βλαστούς ιτιάς [ή οξιάς]).
Συν. σκινδαψός
|
|