ανάδοσις ανύψωση μιας νότας· συνώνυμη του πιο συνηθισμένου όρου $επίτασις*. Ανών. (Bell. 22, 4): "Πρόληψις έστιν εκ του βαρύτερου φθόγγου επί τον οξύτερον κατά μέλος επίτασις, ήτοι, ανάδοσις" ($Πρόληψις*πρόκρουσις-πρόληψις| είναι η κίνηση από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη σε φωνητική μελωδία, δηλ. ανάδοσις). Ο $Βρυέννιος* (Wallis ΙΙΙ, 479) επεξηγεί τον όρο με τον ίδιο τρόπο: "επίτασις, ήτοι ανάδοσις". , ανύψωση μιας νότας· συνώνυμη του πιο συνηθισμένου όρου επίτασις. Ανών. (Bell. 22, 4): "Πρόληψις έστιν εκ του βαρύτερου φθόγγου επί τον οξύτερον κατά μέλος επίτασις, ήτοι, ανάδοσις" (Πρόληψις είναι η κίνηση από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη σε φωνητική μελωδία, δηλ. ανάδοσις). Ο Βρυέννιος (Wallis ΙΙΙ, 479) επεξηγεί τον όρο με τον ίδιο τρόπο: "επίτασις, ήτοι ανάδοσις".
Συν. επίτασις
|
|