κοκυσμός και κοκκυσμός· οξύς, αντιαισθητικός ήχος· Excerpta ex Nicom. (4, C.v.J. 274, Mb 35): "δια το μη επιδέχεσθαι την ανθρώπων φωνήν... τους τε κοκκυσμούς και τοις των λύκων ωρυγμοίς φθόγγους παραπλησίους" (η ανθρώπινη φωνή δεν μπορεί να ανεχθεί... τους κοκκυσμούς [κραξίματα] και τέτοιους ήχους, όμοιους προς τα ουρλιάσματα των λύκων).
Σημείωση: Το ρήμα κοκκύζω σημαίνει κρώζω όπως ο κούκος, παράγω βραχνό ήχο.
, και κοκκυσμός· οξύς, αντιαισθητικός ήχος· Excerpta ex Nicom. (4, C.v.J. 274, Mb 35): "δια το μη επιδέχεσθαι την ανθρώπων φωνήν... τους τε κοκκυσμούς και τοις των λύκων ωρυγμοίς φθόγγους παραπλησίους" (η ανθρώπινη φωνή δεν μπορεί να ανεχθεί... τους κοκκυσμούς [κραξίματα] και τέτοιους ήχους, όμοιους προς τα ουρλιάσματα των λύκων).
Σημείωση: Το ρήμα κοκκύζω σημαίνει κρώζω όπως ο κούκος, παράγω βραχνό ήχο.
|
|