Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

κόλλαβος

και κόλλοψ· το στριφτάρι ή κλειδί, με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. Η λέξη κόλλοψ ήταν αττική και ομηρική, ενώ ο κόλλαβος ήταν μια πιο κοινή λέξη. Στις πρωτόγονες λύρες τα στριφτάρια ήταν κατασκευασμένα από δέρμα βοδιού· έδεναν σ' αυτά την άκρη της χορδής και με το στρίψιμό τους γύρω στο $ζυγόν*ζυγός| γινόταν το κούρδισμα. Η τεχνική αυτή βελτιώθηκε με τη χρήση "κλειδιών" (κολλάβων) από ξύλο, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Οι κόλλαβοι είχαν μικρό στρογγυλό κεφάλι, στερεώνονταν κατά μήκος του ζυγού και με περιστροφική κίνηση οι χορδές τεντώνονταν. Ησ.: "κόλλοπες· οι κόλλαβοι περί ους αι χορδαί" (κόλλοπες ήταν κόλλαβοι [στριφτάρια], γύρω από τους οποίους οι χορδές [περιτυλίγονταν και κουρδίζονταν]). Ο $Θέων o Σμυρναίος*Θέων| (σ. 57) καθορίζει: "έτι δε της τάσεως γινομένης κατά την στροφήν των κολλάβων" (και το τέντωμα [της χορδής] γίνεται με τη στροφή των κολλάβων). Πρβ. Πολυδ. IV, 62· Πτολεμ. III, 1, έκδ. I.D. 85, 32· βλ. επίσης λ. $επιτόνιον*.

, και κόλλοψ· το στριφτάρι ή κλειδί, με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. Η λέξη κόλλοψ ήταν αττική και ομηρική, ενώ ο κόλλαβος ήταν μια πιο κοινή λέξη. Στις πρωτόγονες λύρες τα στριφτάρια ήταν κατασκευασμένα από δέρμα βοδιού· έδεναν σ' αυτά την άκρη της χορδής και με το στρίψιμό τους γύρω στο ζυγόν γινόταν το κούρδισμα. Η τεχνική αυτή βελτιώθηκε με τη χρήση "κλειδιών" (κολλάβων) από ξύλο, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Οι κόλλαβοι είχαν μικρό στρογγυλό κεφάλι, στερεώνονταν κατά μήκος του ζυγού και με περιστροφική κίνηση οι χορδές τεντώνονταν. Ησ.: "κόλλοπες· οι κόλλαβοι περί ους αι χορδαί" (κόλλοπες ήταν κόλλαβοι [στριφτάρια], γύρω από τους οποίους οι χορδές [περιτυλίγονταν και κουρδίζονταν]). Ο Θέων o Σμυρναίος (σ. 57) καθορίζει: "έτι δε της τάσεως γινομένης κατά την στροφήν των κολλάβων" (και το τέντωμα [της χορδής] γίνεται με τη στροφή των κολλάβων).

Πρβ. Πολυδ. IV, 62· Πτολεμ. III, 1, έκδ. I.D. 85, 32· βλ. επίσης λ. επιτόνιον.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: