κομμός χτύπημα γενικά· χτύπημα της κεφαλής και του στήθους κατά το θρήνο· κατ' επέκταση μοιρολόι. Κομμός ήταν ο $θρήνος*, το μοιρολόι στο αρχαίο δράμα· τραγουδιόταν διαδοχικά (εναλλάξ) από τους ηθοποιούς και το χορό. (Αριστοτ. Ποιητ. 1452Β, 12, 9): "κομμός δε θρήνος κοινός χορού και από σκηνής" (κομμός, είναι ο κοινός θρήνος του χορού και όσων είναι στη σκηνή). Ο κομμός ονομαζόταν και κομματικόν μέλος.
, χτύπημα γενικά· χτύπημα της κεφαλής και του στήθους κατά το θρήνο· κατ' επέκταση μοιρολόι. Κομμός ήταν ο θρήνος, το μοιρολόι στο αρχαίο δράμα· τραγουδιόταν διαδοχικά (εναλλάξ) από τους ηθοποιούς και το χορό. (Αριστοτ. Ποιητ. 1452Β, 12, 9): "κομμός δε θρήνος κοινός χορού και από σκηνής" (κομμός, είναι ο κοινός θρήνος του χορού και όσων είναι στη σκηνή). Ο κομμός ονομαζόταν και κομματικόν μέλος.
|
|