κορώνισμα τραγούδι του κόρακα· τραγούδι αλητών, που, κρατώντας κορώνη στο χέρι τους, γύριζαν εδώ κι εκεί και τραγουδούσαν για επαιτεία ή για συλλογή χρημάτων. Τα τραγούδια τους λέγονταν κορωνίσματα· πρβ. Αγνοκλής στον Αθήναιο (Η', 360Β): "τα αδόμενα δε υπ' αυτών κορωνίσματα καλείται". Οι τραγουδιστές αυτοί λέγονταν κορωνισταί· το ρήμα κορωνίζω σήμαινε περιφέρομαι εδώ κι εκεί κρατώντας την κορώνη και τραγουδώντας το κορώνισμα.
Βλ. λ. $χελιδόνισμα*. , τραγούδι του κόρακα· τραγούδι αλητών, που, κρατώντας κορώνη στο χέρι τους, γύριζαν εδώ κι εκεί και τραγουδούσαν για επαιτεία ή για συλλογή χρημάτων. Τα τραγούδια τους λέγονταν κορωνίσματα· πρβ. Αγνοκλής στον Αθήναιο (Η', 360Β): "τα αδόμενα δε υπ' αυτών κορωνίσματα καλείται". Οι τραγουδιστές αυτοί λέγονταν κορωνισταί· το ρήμα κορωνίζω σήμαινε περιφέρομαι εδώ κι εκεί κρατώντας την κορώνη και τραγουδώντας το κορώνισμα.
Βλ. λ. χελιδόνισμα.
|
|