κόχλος οστρακόδερμο με ελικοειδές όστρακο· το χρησιμοποιούσαν σαν $σάλπιγγα*σάλπιγξ|. Ευριπ. (Ιφιγένεια εν Ταύροις 303): "κόχλους τε φυσών" (φυσώντας τις σάλπιγγες). , οστρακόδερμο με ελικοειδές όστρακο· το χρησιμοποιούσαν σαν σάλπιγγα. Ευριπ. (Ιφιγένεια εν Ταύροις 303): "κόχλους τε φυσών" (φυσώντας τις σάλπιγγες).
|
|