κρέκω χτυπώ τις χορδές με $πλήκτρο*πλήκτρον|· "κρέκειν μάγαδιν" ή "κιθάραν". Από αυτή την άποψη το κρέκω ήταν συνώνυμο του πλήσσω, από το οποίο προήλθε η λέξη πλήκτρο. Ο όρος κρέκω σε περίπτωση πνευστών οργάνων σήμαινε παίζω· Αριστοφ. (Όρνιθες 682): "αλλ' ώ καλλιβόαν κρέκουσ' αυλόν" (αλλά στον οποίο παίζουν τον μελωδικό αυλό). Η $Σούδα* γράφει: "κρέκειν και κρεκόντων, κρουόντων την κιθάραν" και "κρέκω· το ηχώ... πλάκτρω Λοκρίς έκρεξε" (κρέκω· ηχώ... η Λοκρίδα κορασίδα έπαιξε με το πλήκτρο). Το ρήμα κρέκω σήμαινε επίσης κάνω θόρυβο· Αριστοφ. (Όρνιθες 771-772): "συμμιγή βοήν ομού πτεροίσι κρέκοντες ίαχον Απόλλω" (ξεσηκώνοντας [οι κύκνοι] μαζί έναν ανάμεικτο θόρυβο [βοή] με τα φτερά τους σαν τραγούδι προς τιμήν του Απόλλωνα).
Ο Ησύχιος στη λέξη κρέκειν γράφει απλά: "κρέκειν· κιθαρίζειν". Κρεγμός· ο ήχος που παράγεται από ένα έγχορδο όργανο όταν χτυπηθεί· Επίχαρμος (στον Αθήν. Δ', 183C, 81): "πυκινών κρεγμών ακροαζομένα [Σεμέλη]" ([Η Σεμέλη] ακούοντας τους ακατάπαυστους [ζωηρούς] ήχους)· βλ. ολόκληρο το κείμενο στο λ. $παριαμβίς*.
Σημείωση: Το ρήμα ανακρέκομαι απαντά επίσης με τη σημασία του κρέκω. , χτυπώ τις χορδές με πλήκτρο· "κρέκειν μάγαδιν" ή "κιθάραν". Από αυτή την άποψη το κρέκω ήταν συνώνυμο του πλήσσω, από το οποίο προήλθε η λέξη πλήκτρο. Ο όρος κρέκω σε περίπτωση πνευστών οργάνων σήμαινε παίζω· Αριστοφ. (Όρνιθες 682): "αλλ' ώ καλλιβόαν κρέκουσ' αυλόν" (αλλά στον οποίο παίζουν τον μελωδικό αυλό). Η Σούδα γράφει: "κρέκειν και κρεκόντων, κρουόντων την κιθάραν" και "κρέκω· το ηχώ... πλάκτρω Λοκρίς έκρεξε" (κρέκω· ηχώ... η Λοκρίδα κορασίδα έπαιξε με το πλήκτρο). Το ρήμα κρέκω σήμαινε επίσης κάνω θόρυβο· Αριστοφ. (Όρνιθες 771-772): "συμμιγή βοήν ομού πτεροίσι κρέκοντες ίαχον Απόλλω" (ξεσηκώνοντας [οι κύκνοι] μαζί έναν ανάμεικτο θόρυβο [βοή] με τα φτερά τους σαν τραγούδι προς τιμήν του Απόλλωνα). Ο Ησύχιος στη λέξη κρέκειν γράφει απλά: "κρέκειν· κιθαρίζειν". Κρεγμός· ο ήχος που παράγεται από ένα έγχορδο όργανο όταν χτυπηθεί· Επίχαρμος (στον Αθήν. Δ', 183C, 81): "πυκινών κρεγμών ακροαζομένα [Σεμέλη]" ([Η Σεμέλη] ακούοντας τους ακατάπαυστους [ζωηρούς] ήχους)· βλ. ολόκληρο το κείμενο στο λ. παριαμβίς.
Σημείωση: Το ρήμα ανακρέκομαι απαντά επίσης με τη σημασία του κρέκω.
|
|