κρητικός κρητικός ποιητικός $πους*, - U -, που λεγόταν επίσης αμφίμακρος (με δύο μακρές συλλαβές στα δύο άκρα). Το επίθετο κρητικός χαρακτηρίζει συχνά τις λέξεις ρυθμός, μέτρο, μέλος· π.χ. κρητικός ρυθμός, κρητικόν μέτρον, κρητικόν μέλος.
, κρητικός ποιητικός πους, - U -, που λεγόταν επίσης αμφίμακρος (με δύο μακρές συλλαβές στα δύο άκρα). Το επίθετο κρητικός χαρακτηρίζει συχνά τις λέξεις ρυθμός, μέτρο, μέλος· π.χ. κρητικός ρυθμός, κρητικόν μέτρον, κρητικόν μέλος.
|
|