Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

κρούμα

και κρούσμα· αρχικά, το αποτέλεσμα του κρούω· χτύπημα. Στη μουσική, ο όρος (συνήθως στον πληθυντικό κρούματα) σήμαινε: (α) τον ήχο που παράγεται από χτύπημα με $πλήκτρο*πλήκτρον| πάνω στις χορδές $εγχόρδων*έγχορδα| οργάνων και γενικά τον ήχο των εγχόρδων. Ιπποκρ. (Περί διαίτης Ι, 18): "κρούεται δε τα κρούματα εν μουσική τα μεν άνω, τα δε κάτω" (οι νότες που παράγονται, όταν χτυπούμε, στη μουσική είναι άλλες ψηλές, άλλες χαμηλές). (β) κατ' επέκταση τον ήχο και των πνευστών οργάνων· Πολυδ. (IV, 84): "τα σαλπιστικά κρούματα". (γ) σε ευρύτερη σημασία, μια μουσική σύνθεση ή κομμάτι μουσικής· Πλούτ. (Περί μουσ. 1142Β, 31): "και των λοιπών, όσοι των λυρικών άνδρες εγένοντο ποιηταί κρουμάτων αγαθοί" (και από τους άλλους λυρικούς ποιητές εκείνοι που υπήρξαν άξιοι δημιουργοί μουσικών συνθέσεων). Πρβ. Δίων Χρυσ. (Περί βασιλείας Ι, 1, 4). Συναντούμε επίσης το επίθετο κρουματικός· κρουματική μουσική, μουσική εγχόρδων, αλλά καμιά φορά και μουσική πνευστών οργάνων. Κρουματική διάλεκτος· οργανική ή γενικά μουσική διάλεκτος, στίλ. Πλούτ. (ό.π. 1132Β, 21): "και τα περί τάς κρουματικάς δέ διαλέκτους τότε ποικιλώτερα ήν" (και το μουσικό στίλ ήταν τότε πιο ποικίλο [από ό,τι είναι σήμερα]). Βλ. τα λ. $διάλεκτος* και $κρούσις*.

, και κρούσμα· αρχικά, το αποτέλεσμα του κρούω· χτύπημα. Στη μουσική, ο όρος (συνήθως στον πληθυντικό κρούματα) σήμαινε:

(α) τον ήχο που παράγεται από χτύπημα με πλήκτρο πάνω στις χορδές εγχόρδων οργάνων και γενικά τον ήχο των εγχόρδων. Ιπποκρ. (Περί διαίτης Ι, 18): "κρούεται δε τα κρούματα εν μουσική τα μεν άνω, τα δε κάτω" (οι νότες που παράγονται, όταν χτυπούμε, στη μουσική είναι άλλες ψηλές, άλλες χαμηλές).

(β) κατ' επέκταση τον ήχο και των πνευστών οργάνων· Πολυδ. (IV, 84): "τα σαλπιστικά κρούματα".

(γ) σε ευρύτερη σημασία, μια μουσική σύνθεση ή κομμάτι μουσικής· Πλούτ. (Περί μουσ. 1142Β, 31): "και των λοιπών, όσοι των λυρικών άνδρες εγένοντο ποιηταί κρουμάτων αγαθοί" (και από τους άλλους λυρικούς ποιητές εκείνοι που υπήρξαν άξιοι δημιουργοί μουσικών συνθέσεων). Πρβ. Δίων Χρυσ. (Περί βασιλείας Ι, 1, 4). Συναντούμε επίσης το επίθετο κρουματικός· κρουματική μουσική, μουσική εγχόρδων, αλλά καμιά φορά και μουσική πνευστών οργάνων. Κρουματική διάλεκτος· οργανική ή γενικά μουσική διάλεκτος, στίλ. Πλούτ. (ό.π. 1132Β, 21): "και τα περί τάς κρουματικάς δέ διαλέκτους τότε ποικιλώτερα ήν" (και το μουσικό στίλ ήταν τότε πιο ποικίλο [από ό,τι είναι σήμερα]).

Βλ. τα λ. διάλεκτος και κρούσις.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: