κρουπέζιον υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μετάλλινο κομμάτι στερεωνόταν από κάτω, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο. Πολυδ. (VII, 87): "τα δέ κρουπέζια, ξύλινον υπόδημα, πεποιημένον εις ενδόσιμον χορού. Κρουπεζοφόρους δ' είπε τους Βοιωτούς Κρατίνος δια τα εν αυλητική κρούματα" (τα κρουπέζια [ήταν] ξύλινα παπούτσια [ή σαντάλια], που χρησίμευαν για να κρατούν το χρόνο στο χορό. Και ο Κρατίνος ονόμασε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους [που έφεραν κρουπέζια] για το χτύπημα του χρόνου κατά τις αυλητικές εκτελέσεις).
Με την ίδια σημασία συναντούμε και τις λέξεις κρούπεζα (πληθ. κρούπεζαι) και κρούπαλον. Πρβ. Φώτ. Λεξ. στη λέξη κρούπεζαι.
Τα κρουπέζια ή κρούπαλα τα φορούσε ο $κορυφαίος* του χορού, που οδηγούσε την όρχηση χτυπώντας το χρόνο. Ο όρος ποδοψόφος χρησιμοποιούνταν επίσης για τον άνθρωπο που χτυπούσε το χρόνο με το πόδι.
, υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μετάλλινο κομμάτι στερεωνόταν από κάτω, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο. Πολυδ. (VII, 87): "τα δέ κρουπέζια, ξύλινον υπόδημα, πεποιημένον εις ενδόσιμον χορού. Κρουπεζοφόρους δ' είπε τους Βοιωτούς Κρατίνος δια τα εν αυλητική κρούματα" (τα κρουπέζια [ήταν] ξύλινα παπούτσια [ή σαντάλια], που χρησίμευαν για να κρατούν το χρόνο στο χορό. Και ο Κρατίνος ονόμασε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους [που έφεραν κρουπέζια] για το χτύπημα του χρόνου κατά τις αυλητικές εκτελέσεις).
Με την ίδια σημασία συναντούμε και τις λέξεις κρούπεζα (πληθ. κρούπεζαι) και κρούπαλον. Πρβ. Φώτ. Λεξ. στη λέξη κρούπεζαι. Τα κρουπέζια ή κρούπαλα τα φορούσε ο κορυφαίος του χορού, που οδηγούσε την όρχηση χτυπώντας το χρόνο. Ο όρος ποδοψόφος χρησιμοποιούνταν επίσης για τον άνθρωπο που χτυπούσε το χρόνο με το πόδι.
|
|