Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

κύμβαλα

κρουστό όργανο, αποτελούμενο, όπως και τα νεότερα κύμβαλα (piatti), από δύο κοίλα ημισφαιρικά μετάλλινα πιάτα. Τα κύμβαλα ήταν ασιατικής προέλευσης και στην αρχή χρησιμοποιούνταν στις οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης και αργότερα του Διόνυσου (Βάκχου). Πλούτ. (Γαμήλια παραγγέλματα 144Ε): "οι δέ κυμβάλοις και τυμπάνοις άχθονται" (και ενοχλούνται με τα κύμβαλα και τα ταμπούρλα). ?λλη λέξη για το κύμβαλο ήταν το $βακύλιον ή βαβούλιον*βακύλιον|. Τα κύμβαλα δεν είχαν για τους Έλληνες καμιά πραγματική μουσική αξία. κυμβαλίζω· παίζω κύμβαλα. κυμβαλιστής και κυμβαλοκρούστης, ο εκτελεστής των κυμβάλων· θηλ. κυμβαλίστρια. κυμβαλισμός· το παίξιμο των κυμβάλων. κυμβάλιον· υποκοριστικό του κυμβάλου· μικρό κύμβαλο.

, κρουστό όργανο, αποτελούμενο, όπως και τα νεότερα κύμβαλα (piatti), από δύο κοίλα ημισφαιρικά μετάλλινα πιάτα. Τα κύμβαλα ήταν ασιατικής προέλευσης και στην αρχή χρησιμοποιούνταν στις οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης και αργότερα του Διόνυσου (Βάκχου). Πλούτ. (Γαμήλια παραγγέλματα 144Ε): "οι δέ κυμβάλοις και τυμπάνοις άχθονται" (και ενοχλούνται με τα κύμβαλα και τα ταμπούρλα). ?λλη λέξη για το κύμβαλο ήταν το βακύλιον ή βαβούλιον.





Τα κύμβαλα δεν είχαν για τους Έλληνες καμιά πραγματική μουσική αξία.

κυμβαλίζω· παίζω κύμβαλα.
κυμβαλιστής και κυμβαλοκρούστης, ο εκτελεστής των κυμβάλων· θηλ. κυμβαλίστρια.
κυμβαλισμός· το παίξιμο των κυμβάλων.
κυμβάλιον· υποκοριστικό του κυμβάλου· μικρό κύμβαλο.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: