κώλον μέλος, τμήμα· μια μικρή πρόταση· τμήμα μιας περιόδου. Σε μουσικά κείμενα χρησιμοποιείται με τη σημασία ενός οργανικού τμήματος, σε αντιδιαστολή προς τα φωνητικά μέρη. Ανών. (Bell. 78, 68): "και ότι εν τοις ασμασί ποτε μεσολαβεί και κώλα" (και ότι στα τραγούδια [δηλ. τα φωνητικά μέρη] κάποτε παρεμβάλλονται οργανικά τμήματα).
Βλ. λ. $λέξις*.
, μέλος, τμήμα· μια μικρή πρόταση· τμήμα μιας περιόδου. Σε μουσικά κείμενα χρησιμοποιείται με τη σημασία ενός οργανικού τμήματος, σε αντιδιαστολή προς τα φωνητικά μέρη. Ανών. (Bell. 78, 68): "και ότι εν τοις ασμασί ποτε μεσολαβεί και κώλα" (και ότι στα τραγούδια [δηλ. τα φωνητικά μέρη] κάποτε παρεμβάλλονται οργανικά τμήματα).
Βλ. λ. λέξις.
|
|