κωμάρχιος $νόμος*· ένας από τους κύριους $αυλωδικούς νόμους*αυλωδία|, που αποδίδονταν στον $Κλονά*Κλονάς|. Ήταν ένα τραγούδι του τραπεζού (της τάβλας), που τραγουδιόταν με συνοδεία αυλού σε συμπόσια. Προέρχεται από τη λέξη $κώμος*, που ήταν ένα εύθυμο συμπόσιο, ακολουθούμενο από θορυβώδη πομπή, με τραγούδι και αυλό, στους δρόμους. , νόμος· ένας από τους κύριους αυλωδικούς νόμους, που αποδίδονταν στον Κλονά. Ήταν ένα τραγούδι του τραπεζού (της τάβλας), που τραγουδιόταν με συνοδεία αυλού σε συμπόσια. Προέρχεται από τη λέξη κώμος, που ήταν ένα εύθυμο συμπόσιο, ακολουθούμενο από θορυβώδη πομπή, με τραγούδι και αυλό, στους δρόμους.
|
|